- προδύομαι
- προδύομαι, [tense] pf. -δέδῡκα,A set before,
τοῦ ἡλίου Arist.Mete.343b20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ ἡλίου Arist.Mete.343b20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδύομαι — Α δύω πριν από κάποιον άλλο («προδύομαι τοῡ ἡλίου», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
προδύνω — Α 1. προδύομαι* 2. απόλ. δύω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δύνω, ποιητ. τ. τού δύω] … Dictionary of Greek
πρόδυσις — ύσεως, ἡ, Α [προδύομαι] 1. το να δύει ο ήλιος νωρίτερα ή, κατ άλλους, η πριν από την κανονική δύση ώρα 2. αστρολ. ονομασία τού έκτου τόπου που βρίσκεται κάτω από τον δυτικό ορίζοντα … Dictionary of Greek